-
1 προσερειδω
(part. pf. pass. προσερηρεισμένος)1) упирать, прислонять, приставлять(κλίμακας τείχει Polyb.)
ξύλον προσερηρεισμένον Arst. — деревянная распорка;π. ταῖς χερσὴ πρὸς τὰ νῶτά τινος Polyb. — упираться руками в чью-л. спину;τῷ δεξιῷ ὤμῳ π. τι Plut. — взвалить на правое плечо что-л.;Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν Plut. — придвинуть границы Македонии к Океану2) напирать, теснитьπανταχόθεν προσηρεικότες πολέμιοι Polyb. — отовсюду наседавшие враги3) с силой ударять, поражать, вонзать(τὰς λόγχας πρός τι Polyb.; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plut.)
4) укреплять, помещать(τὸ ἰσχίον εἰς μέσον Arst.)
5) прислоняться, жаться -
2 προσερείδω
Aπροσήρεικα Plb.1.11.10
,προσερήρεικα Plu.Aem. 19
: [tense] pf. part. [voice] Pass.προσερηρεισμένος Hp.Art.78
, Arist.Mech. 853a35: — plant or set firmly against,κλίμακας τείχει Plb.4.19.3
, cf. 5.60.8, Plu.Arat.7;πηλὸν τοίχοις Id.2.983b
; ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν fixed it firmly, Arist.PA 695a11; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν make it bounded by the O., Plu.2.332a;τὸ βλέμμα π. τινί Hld.1.21
:—[voice] Pass., of a bandage, Gal.14.793.2 thrust violently against,τὰς λόγχας πρός τι Plb.15.33.4
;τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plu.Aem. 19
;τῷ τόπῳ ξύλον POxy.69.3
(ii A.D.); give additional force, Ascl. Tact.7.4.II [voice] Med., lean upon,τοῖς γόνασι τὴν κεφαλήν J.AJ8.13.6
.III intr., fix itself,πρὸ τοῦ τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῖσαι Plb.6.25.5
; press against, Ph.Bel.67.31;π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Plb.13.7.10
; besiege,παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ακράγαντα Id.1.17.8
, cf. 1.11.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσερείδω
-
3 προσερηρεισμένα
προσερείδωplant: perf part mp neut nom /voc /acc plπροσερηρεισμένᾱ, προσερείδωplant: perf part mp fem nom /voc /acc dualπροσερηρεισμένᾱ, προσερείδωplant: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 προσερειδόμενον
προσερείδωplant: pres part mp masc acc sgπροσερείδωplant: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
5 προσερείδει
προσερείδωplant: pres ind mp 2nd sgπροσερείδωplant: pres ind act 3rd sg -
6 προσερείδουσι
προσερείδωplant: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)προσερείδωplant: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
7 προσερείσαντα
προσερείδωplant: aor part act neut nom /voc /acc plπροσερείδωplant: aor part act masc acc sg -
8 προσερηρεισμένον
προσερείδωplant: perf part mp masc acc sgπροσερείδωplant: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
9 προσηρεισμένον
προσερείδωplant: perf part mp masc acc sgπροσερείδωplant: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
10 προσερηρεισμένων
προσερείδωplant: perf part mp fem gen plπροσερείδωplant: perf part mp masc /neut gen pl -
11 προσέρειδε
προσερείδωplant: pres imperat act 2nd sgπροσερείδωplant: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
12 προσήρειδον
προσερείδωplant: imperf ind act 3rd plπροσερείδωplant: imperf ind act 1st sg -
13 προσερειδομένης
προσερείδωplant: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) -
14 προσερειδόμεναι
προσερείδωplant: pres part mp fem nom /voc pl -
15 προσερεισαμένης
προσερείδωplant: aor part mid fem gen sg (attic epic ionic) -
16 προσερεισαμένους
προσερείδωplant: aor part mid masc acc pl -
17 προσερεισθείς
προσερείδωplant: aor part pass masc nom /voc sg -
18 προσερεισθέν
προσερείδωplant: aor part pass neut nom /voc /acc sg -
19 προσερεισθέντος
προσερείδωplant: aor part pass masc /neut gen sg -
20 προσερείδειν
προσερείδωplant: pres inf act (attic epic)
См. также в других словарях:
προσερείδω — ΝΜΑ ακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.) 2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα … Dictionary of Greek
προσερηρεισμένα — προσερείδω plant perf part mp neut nom/voc/acc pl προσερηρεισμένᾱ , προσερείδω plant perf part mp fem nom/voc/acc dual προσερηρεισμένᾱ , προσερείδω plant perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερειδόμενον — προσερείδω plant pres part mp masc acc sg προσερείδω plant pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερεῖδον — προσερείδω plant pres part act masc voc sg προσερείδω plant pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερείδει — προσερείδω plant pres ind mp 2nd sg προσερείδω plant pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερείδουσι — προσερείδω plant pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσερείδω plant pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερείσαντα — προσερείδω plant aor part act neut nom/voc/acc pl προσερείδω plant aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερηρεισμένον — προσερείδω plant perf part mp masc acc sg προσερείδω plant perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσερηρεισμένων — προσερείδω plant perf part mp fem gen pl προσερείδω plant perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηρεισμένον — προσερείδω plant perf part mp masc acc sg προσερείδω plant perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέρειδε — προσερείδω plant pres imperat act 2nd sg προσερείδω plant imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)