-
1 προσεπισιτιζομαι
См. также в других словарях:
προσεπισιτίζομαι — Α προμηθεύομαι ακόμη περισσότερες τροφές («μετὰ δὲ ταῡτα πάλιν οἱ Ῥωμαῑοι προσεπισιτισάμενοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισιτίζομαι «προμηθεύομαι τροφές, εφοδιάζομαι»] … Dictionary of Greek
προσεπισιτισάμενοι — προσεπισιτίζομαι provide oneself with further supplies of corn aor part mp masc nom/voc pl προσεπισῑτισάμενοι , προσεπισιτίζομαι provide oneself with further supplies of corn aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)