Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσεπισιτίζομαι

См. также в других словарях:

  • προσεπισιτίζομαι — Α προμηθεύομαι ακόμη περισσότερες τροφές («μετὰ δὲ ταῡτα πάλιν οἱ Ῥωμαῑοι προσεπισιτισάμενοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισιτίζομαι «προμηθεύομαι τροφές, εφοδιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπισιτισάμενοι — προσεπισιτίζομαι provide oneself with further supplies of corn aor part mp masc nom/voc pl προσεπισῑτισάμενοι , προσεπισιτίζομαι provide oneself with further supplies of corn aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»