-
1 προσεπικαλώ
(ε) μετ. вызывать в суд (как истца или ответчика), привлекать к суду;προσεπικαλώ ούμαι — ссылаться дополнительно (на что-л.)
См. также в других словарях:
προσεπικαλώ — έω, ΝΑ 1. εγκαλώ κατηγορώ κάποιον για κάτι ακόμη, εκτός από εκείνα για τα οποία ήδη τόν έχω μηνύσει («πολλὴν μέθην προσεπικαλέσονται», Νικηφ.) 2. μέσ. προσεπικαλοῡμαι, έομαι (κυρίως σχετικά με αντιδίκους σε δικαστήριο) επικαλούμαι επί πλέον… … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
προσεπίκληση — η, Ν (πολ. δικ.) διαδικαστική πράξη με την οποία προσκαλείται τρίτος να συμμετάσχει σε δίκη που είναι εκκρεμής μεταξύ άλλων, πράξη για την οποία την πρωτοβουλία εκδηλώνει κατά κανόνα ένας από τους διαδίκους αλλά σχετική εξουσία αναγνωρίζεται και… … Dictionary of Greek