-
1 προσεπιδιδωμι
См. также в других словарях:
προσεπιδίδωμι — Α [ἐπιδίδωμι] δίνω επί πλέον … Dictionary of Greek
προσεπιδοτικός — ή, όν, Μ [προσεπιδίδωμι] αυτός που έχει την τάση να δίνει επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
1 προσεπιδιδωμι
προσεπιδίδωμι — Α [ἐπιδίδωμι] δίνω επί πλέον … Dictionary of Greek
προσεπιδοτικός — ή, όν, Μ [προσεπιδίδωμι] αυτός που έχει την τάση να δίνει επιπροσθέτως … Dictionary of Greek