-
1 προσεπιδεικνυμι
См. также в других словарях:
προσεπιδείκνυμι — και προσεπιδεικνύω ΜΑ 1. επιδεικνύω επιπροσθέτως 2. ερμηνεύω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
1 προσεπιδεικνυμι
προσεπιδείκνυμι — και προσεπιδεικνύω ΜΑ 1. επιδεικνύω επιπροσθέτως 2. ερμηνεύω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek