-
1 προσεξευρεσις
- εως ἥ новое (позднейшее) изобретение Plut.
См. также в других словарях:
προσεξεύρεσις — έσεως, ἡ, Α [προσεξευρίσκω] 1. πρόσθετη, συμπληρωματική εφεύρεση 2. ανακάλυψη … Dictionary of Greek
προσεξευρέσεσιν — προσεξεύρεσις additional discovery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξεύρημα — ήματος, τὸ, Μ [προσεξευρίσκω] η προσεξεύρεσις* … Dictionary of Greek