-
1 προσεξαμαρτανω
сверх того совершать промах, еще допускать ошибку(π. τι πρός τι Dem.)
πάλιν εἰς Βριξίλον ἀνεχώρησε καὴ τούτω προσεξαμαρτών Plut. — (Отон) вернулся в Бриксил, чем совершил еще одну ошибку -
2 προσεξαμαρτάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεξαμαρτάνω
-
3 προσεξαμαρτάνοντες
προσεξαμαρτάνωcommit besides: pres part act masc nom /voc pl -
4 προσεξαμαρτών
προσεξαμαρτάνωcommit besides: aor part act masc nom sg -
5 προσεξαμαρτάνη
προσεξαμαρτάνωcommit besides: pres subj mp 2nd sgπροσεξαμαρτάνωcommit besides: pres ind mp 2nd sgπροσεξαμαρτάνωcommit besides: pres subj act 3rd sg -
6 προσεξαμαρτάνῃ
προσεξαμαρτάνωcommit besides: pres subj mp 2nd sgπροσεξαμαρτάνωcommit besides: pres ind mp 2nd sgπροσεξαμαρτάνωcommit besides: pres subj act 3rd sg -
7 προσεξημαρτήκασιν
προσεξημαρτήκᾱσιν, προσεξαμαρτάνωcommit besides: perf ind act 3rd pl
См. также в других словарях:
προσεξαμαρτάνω — Α [ἐξαμαρτάνω] σφάλλω επιπροσθέτως («πρὸς τοῑς ἐξ ἀρχῆς ἀδικήμασι πολλῷ μείζω προσεξημαρτήκασι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
προσεξαμαρτάνῃ — προσεξαμαρτάνω commit besides pres subj mp 2nd sg προσεξαμαρτάνω commit besides pres ind mp 2nd sg προσεξαμαρτάνω commit besides pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξαμαρτάνοντες — προσεξαμαρτάνω commit besides pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξαμαρτών — προσεξαμαρτάνω commit besides aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξημαρτήκασιν — προσεξημαρτήκᾱσιν , προσεξαμαρτάνω commit besides perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)