-
1 προσεισοδιασμός
προσεισ-οδιασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεισοδιασμός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
1 προσεισοδιασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεισοδιασμός