-
1 προσειλέω
A press or force towards,αἰεί μιν ἐπὶ νῆας.. προτιειλεῖν Il.10.347
;ἆ· μὴ προσείλει χεῖρα E.Hel. 445
:—[voice] Pass., to be confined, cooped up,τοῖς κατὰ μέρος S.E.M.9.3
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσειλέω
-
2 προσείλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσείλημα
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский