-
1 προσεικέναι
A v. προσέοικα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεικέναι
-
2 προσεικέναι
προσέοικαto be like: perf inf actπροσίημιlet come to: perf inf act -
3 προσέοικα
προσέοικα, [tense] pf. with [tense] pres. sense, [dialect] Att. inf. προσεικέναι prob. in E.Ba. 1283, Ar.Ec. 1161: [dialect] Dor. [tense] plpf.Aποτῴκειν AP6.353
(Noss.), part. fem. ποτεοικεῖα prob. in Myia Ep.:—[voice] Pass. form of [tense] pf., :—to be like, resemble,λέοντι E.Ba.
l.c., cf. Pl.Prt. 331d;γεράνῳ Cratin.5
; π. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον in habits, Ar.l.c.;σοὶ τὴν σιμότητα Pl.Tht. 143e
;π. κατὰ τὸ χρῶμα ἱέρακι Arist.HA 563b22
;ἑορτὴν εἰς τὰ πολλὰ καθαρμῷ -εοικυῖαν Plu.Num.19
.II seem fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and seemly, S.Ph. 903;ἔξωρα.. κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Id.El. 618
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέοικα
См. также в других словарях:
προσεικέναι — προσέοικα to be like perf inf act προσίημι let come to perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… … Dictionary of Greek