Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προσεγχέω

См. также в других словарях:

  • προσεγχέω — Α [ἐγχέω] 1. εγχέω επί πλέον («προσεγχέειν εἰς τὰ ὦτα ἔλαιον», Αριστοτ.) 2. μέσ. προσεγχέομαι κάνω κάτι να χυθεί μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως («ἐὰν εἰς τὸ οὖς ὕδωρ ἐγχυθῇ, ἔλαιον προσεγχέονται», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεγχεῖ — προσεγχέω pour in besides pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) προσεγχέω pour in besides pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέγχεον — προσεγχέω pour in besides imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) προσεγχέω pour in besides imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεγχέειν — προσεγχέω pour in besides pres inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεγχέονται — προσεγχέω pour in besides pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεγχέωσιν — προσεγχέω pour in besides pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»