-
1 προσδοκιμος
2ожидаемыйἐπὴ Μίλητον πολλὸς ἦν στρατὸς π. Her. — ждали, что на Милет идет большая армия;π. ἐστιν ἥξειν Diod. — ожидают его прихода
См. также в других словарях:
προσδόκιμος — expected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμος — ον, Α αυτός τον οποίο περιμένει κάποιος, ο αναμενόμενος (α. «προσδόκιμος ὁ θάνατος», Ιπποκρ. β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκία + κατάλ. ιμος (πρβλ. ευδόκ ιμος] … Dictionary of Greek
προσδόκιμον — προσδόκιμος expected masc/fem acc sg προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμοισι — προσδόκιμος expected masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμου — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμους — προσδόκιμος expected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίμων — προσδόκιμος expected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμα — προσδόκιμος expected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδόκιμοι — προσδόκιμος expected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)