-
1 προσδωρεομαι
-
2 προσδωρέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδωρέομαι
-
3 προσδωρείται
-
4 προσδωρεῖται
См. также в других словарях:
προσδωρεῖται — προσδωρέομαι give besides pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)