Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσδρομή

См. также в других словарях:

  • προσδρομή — ἡ, Α 1. (ως στρατιωτικός ελιγμός) έφοδος («προσδρομὴ πεζῶν», επιγρ.) 2. αιφνιδιαστική επίθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δρομή (< δρομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ , τής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα εμφανίζει το απρμφ. αορ. τού τρέχω:… …   Dictionary of Greek

  • προσδρομαί — προσδρομή charge fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδρομήν — προσδρομή charge fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»