-
1 προσδρομή
προσδρομή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδρομή
-
2 προσδρομαί
προσδρομήcharge: fem nom /voc pl -
3 προσδρομήν
προσδρομήcharge: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προσδρομή — ἡ, Α 1. (ως στρατιωτικός ελιγμός) έφοδος («προσδρομὴ πεζῶν», επιγρ.) 2. αιφνιδιαστική επίθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δρομή (< δρομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ , τής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα εμφανίζει το απρμφ. αορ. τού τρέχω:… … Dictionary of Greek
προσδρομαί — προσδρομή charge fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδρομήν — προσδρομή charge fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)