-
1 προσδιαστρεφω
сверх того развращать, извращать или портить(τινά, τέν αἴσθησιν Plut.)
См. также в других словарях:
προσδιαστρέφω — Α διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»] … Dictionary of Greek