Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσδιανέμω

См. также в других словарях:

  • προσδιανέμω — Α διαμοιράζω κάτι επί πλέον («λίτραν ἀργυρίου κατ ἄνδρα προσδιένειμεν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • προσδιενείμαντο — προσδιανέμω distribute besides aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιένειμαν — προσδιανέμω distribute besides aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιένειμεν — προσδιανέμω distribute besides aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»