-
1 προσδιανεμω
сверх того разделять(λίτραν ἀργυρίου κατ΄ ἄνδρα Plut.)
προσδιανέμεσθαι τὰς ἐπαρχίας Plut. — распределить между собой провинции
См. также в других словарях:
προσδιανέμω — Α διαμοιράζω κάτι επί πλέον («λίτραν ἀργυρίου κατ ἄνδρα προσδιένειμεν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
προσδιενείμαντο — προσδιανέμω distribute besides aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιένειμαν — προσδιανέμω distribute besides aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιένειμεν — προσδιανέμω distribute besides aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek