Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσδιαβαλεῖν

См. также в других словарях:

  • προσδιαβαλεῖν — προσδιαβάλλω insinuate besides aor inf act (attic epic doric) προσδιαβάλλω insinuate besides fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδιαβάλλω — Α 1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.) 2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαβάλλω «συκοφαντώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»