-
1 προσγειώνομαι
atterrir -
2 προσγειώνομαι
lądować czas. -
3 προσγειώνομαι
1) přistát2) přistávat -
4 προσγειώνομαι
landΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσγειώνομαι
-
5 přistávat
προσγειώνομαι -
6 приземлиться
-
7 сесть
сесть 1) κάθομαι, παίρνω θέση* сядьте, пожалуйста! καθήστε, παρακαλώ! \сесть за стол κάθομαι στο τραπέζι 2) (о солнце) βασιλεύω, δύω 3) (в транспорт ) μπαρκάρω (на пароход)· ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)· \сесть в поезд (автобус ) παίρνω το τρένο (λεωφορείο) 4) (о самолёте ) προσγειώνομαι* * *1) κάθομαι, παίρνω θέσηся́дьте, пожа́луйста! — καθήστε, παρακαλώ!
сесть за сто́л — κάθομαι στο τραπέζι
2) ( о солнце) βασιλεύω, δύω3) ( в транспорт) μπαρκάρω ( на пароход); ανεβαίνω (в трамвай и т. п.)сесть в по́езд (авто́бус) — παίρνω το τρένο (λεωφορείο)
4) ( о самолёте) προσγειώνομαι -
8 залететь
-лечу, -летишьρ.σ.1. πετώ μέσα•бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέταξα μέσα στο δωμάτιο.
2. πετώ μακριά ή ψηλά•аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα από τον πολινιό κύκλο•
залететь большую высоту πετώ πολύ ψηλά.
3. προσγειώνομαι για•залететь за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό σε καύσιμη ύλη.
|| μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο. -
9 спустить
ρ.σ.μ.1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•
спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•
спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•
спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•
спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.
|| σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.
|| μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.
2. χαμηλώνω•спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.
|| κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.
3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•спустить курок πατώ τη σκαντάλη•
собаку с цепи λύνω το σκυλί.
4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.
|| ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.
6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.εκφρ.спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•
шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).
|| πλέω προς τα κάτω.2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.
|| χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.
|| ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.
3. υποβιβάζομαι.4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.
εκφρ.спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι). -
10 посадка
1. (самолета) η προσγείωσηосуществлять - у εκτελώ την -, προσγειώνομαι2. (на самолёт, судно) η επιβίβαση 3. маш. η εφαρμογή, η άρμωση 4. горн. η καθίζηση- кровли - της οροφής 5 с.-х. η φύτευση, το (εμ)φύτευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадка
-
11 приземлять
προσγειώνω, προσεδαφίζω-ся προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приземлять
-
12 садиться
1. (на транспортное средство) επιβιβάζομαι 2. (об аккумуляторе) πέφτω, κάθομαι 3. (ο самолёте) προσγειώνομαι 4. (напр. на стул) κάθομαι 5. (о ткани) μαζεύω, μπαίνω (για υφάσματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > садиться
-
13 совершать
1. (осуществлять, делать, производить) περατώνω, φέρνω εις/σε πέρας, κάνω 2. (оформлять) συνάπτω, κλείνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > совершать
-
14 опустить
опустить κατεβάζω, χαμηλώνω· \опустить письмо ρίχνω το γράμμα· \опустить занавес κλείνω την αυλαία \опуститься 1) (спуститься) κατεβαίνω 2) (приземлиться) προσγειώνομαι 3) перен. ξεπέφτω, καταντώ* * *κατεβάζω, χαμηλώνωопусти́ть письмо́ — ρίχνω το γράμμα
опусти́ть за́навес — κλείνω την αυλαία
-
15 опуститься
-
16 посадка
посадк||аж1. (растений · действие) ἡ φύτευση, τό φύτευμα·2. \посадкаи мн. φυτεία:\посадкаи картофеля οἱ φυτείες πατάτας3. ἡ ἐπιβίβαση / τό μπαρκάρισμα (Ш судно)/ ἡ ἐπιβίβαση στό τραίνο (на поезд)·4. ἀβ. ἡ προσγειωση [-ις] / ἡ προσ· θαλασσωση [-ις] (на воду):вынужденна, \посадка ἡ ἀναγκαστική προσγείωση· совершил \посадкау προσγειώνομαι, προσγειοβμαν5. (осанка) ἡ θέση, ἡ τοποθέτηση·6. (ма нера сидеть в седле) ἡ στάση τοῦ ἐφιππου. -
17 приземлиться
приземлитьсясов, приземляться несов προσγειώνομαι, προσγειοδμαι. -
18 προσγειώνω
[-ώ (ο)] 1. μετ. посадить, приземлить (самолёт и т. п.);2. αμετ. приближаться к суше (о пароходе);1) — садиться, совершать посадку, приземляться;προσγειώνομαι [-οδμαι]
2) перен. спускаться, возвращаться с нёба на землю -
19 touch down
1) ((of aircraft) to land: The plane should touch down at 2 o'clock.) προσγειώνομαι2) (in rugby and American football, to put the ball on the ground behind the opposite team's goal line (noun touch-down).) (βάζω) γκολ στο ράγκμπι -
20 заземлять
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσγειώνομαι — προσγειώνομαι, προσγειώθηκα, προσγειωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αεροπροσγειώνομαι — και αεροπροσγειούμαι προσγειώνομαι ερχόμενος από τον αέρα … Dictionary of Greek
προσγειώνω — προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος 1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο). 2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού. 3. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)