-
1 προσβασανίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβασανίζω
См. также в других словарях:
προσβασανίζω — Α (αμφβλ. γρφ.) βασανίζω κάποιον κι άλλο … Dictionary of Greek
1 προσβασανίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβασανίζω
προσβασανίζω — Α (αμφβλ. γρφ.) βασανίζω κάποιον κι άλλο … Dictionary of Greek