-
1 προσβραζω
или προσβράσσω с размаху выбрасыватьτὸ σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάττης Plut. — тело (Меликерта), которое морем было брошено о сосну
См. также в других словарях:
προσβράσσω — και προσβράζω και αττ. τ. προσβράττω Α ξεβράζω («σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βράσσω «εκβάλλω, ξεβράζω»] … Dictionary of Greek