Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσβράσσω

См. также в других словарях:

  • προσβράσσω — και προσβράζω και αττ. τ. προσβράττω Α ξεβράζω («σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βράσσω «εκβάλλω, ξεβράζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσβρασσόμενον — προσβράσσω throw up pres part mp masc acc sg προσβράσσω throw up pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβράττεσθαι — προσβράσσω throw up pres inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»