-
1 προσβράσσω
A throw up, dash against, in [voice] Pass.,σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάττης Plu.2.675e
, cf. Zen.4.38, Hsch. s.v. φῦκος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβράσσω
-
2 προσβρασσόμενον
προσβράσσωthrow up: pres part mp masc acc sgπροσβράσσωthrow up: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
3 προσβράττεσθαι
προσβράσσωthrow up: pres inf mp (attic) -
4 προσβραζω
или προσβράσσω с размаху выбрасыватьτὸ σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάττης Plut. — тело (Меликерта), которое морем было брошено о сосну
См. также в других словарях:
προσβράσσω — και προσβράζω και αττ. τ. προσβράττω Α ξεβράζω («σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βράσσω «εκβάλλω, ξεβράζω»] … Dictionary of Greek
προσβρασσόμενον — προσβράσσω throw up pres part mp masc acc sg προσβράσσω throw up pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβράττεσθαι — προσβράσσω throw up pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek