-
1 προσαυαινομαι
высыхать
См. также в других словарях:
προσαυαίνομαι — Α μαραίνομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐαίνομαι «ξεραίνομαι, μαραίνομαι»] … Dictionary of Greek
προσαυαινόμενον — προσαυαίνομαι pres part mp masc acc sg (attic) προσαυαίνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαυανθῶσι — προσαυαίνομαι aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαυαίνονται — προσαυαίνομαι pres ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)