Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσαράξῃ

  • 1 προσαράξη

    προσαράξηι, προσάραξις
    dashing against: fem dat sg (epic)
    προσαράσσω
    dash against: aor subj mid 2nd sg
    προσαράσσω
    dash against: aor subj act 3rd sg
    προσαράσσω
    dash against: fut ind mid 2nd sg
    προσαράσσω
    dash against: aor subj mid 2nd sg
    προσαράσσω
    dash against: aor subj act 3rd sg
    προσαράσσω
    dash against: fut ind mid 2nd sg
    προσᾱράξῃ, προσαράσσω
    dash against: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    προσᾱράξῃ, προσαράσσω
    dash against: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > προσαράξη

  • 2 προσαράξῃ

    προσαράξηι, προσάραξις
    dashing against: fem dat sg (epic)
    προσαράσσω
    dash against: aor subj mid 2nd sg
    προσαράσσω
    dash against: aor subj act 3rd sg
    προσαράσσω
    dash against: fut ind mid 2nd sg
    προσαράσσω
    dash against: aor subj mid 2nd sg
    προσαράσσω
    dash against: aor subj act 3rd sg
    προσαράσσω
    dash against: fut ind mid 2nd sg
    προσᾱράξῃ, προσαράσσω
    dash against: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    προσᾱράξῃ, προσαράσσω
    dash against: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > προσαράξῃ

См. также в других словарях:

  • προσάραξη — η / προσάραξις, άξεως, ΝΑ [προσαράσσω] νεοελλ. ναυτ. α) το τυχαίο ή θεληματικό κάθισμα τού πλοίου σε αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό β) η κατάσταση πλοίου που έχει προσαράξει αρχ. η ρίψη προς κάποιον ή εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προσάραξη — η το κάθισμα, η πρόσκρουση, το κόλλημα του πλοίου σε ξηρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσαράξῃ — προσαράξηι , προσάραξις dashing against fem dat sg (epic) προσαράσσω dash against aor subj mid 2nd sg προσαράσσω dash against aor subj act 3rd sg προσαράσσω dash against fut ind mid 2nd sg προσαράσσω dash against aor subj mid 2nd sg προσαράσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… …   Dictionary of Greek

  • προσαραγμός — ὁ, Μ [προσαράσσω] η προσάραξη …   Dictionary of Greek

  • βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκρουση — η το να προσκρούει κανείς, το σκόνταμμα, η προσάραξη πλοίου: Η πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο δέντρο υπήρξε σφοδρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»