-
41 προσαρμοζέτω
προσαρμόζωfit to: pres imperat act 3rd sg -
42 προσαρμοζόμεναι
προσαρμόζωfit to: pres part mp fem nom /voc pl -
43 προσαρμοζόμενοι
προσαρμόζωfit to: pres part mp masc nom /voc pl -
44 προσαρμοσθείη
προσαρμόζωfit to: aor opt pass 3rd sg -
45 προσαρμοσθείς
προσαρμόζωfit to: aor part pass masc nom /voc sg -
46 προσαρμοσθείσης
προσαρμόζωfit to: aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) -
47 προσαρμοσθέν
προσαρμόζωfit to: aor part pass neut nom /voc /acc sg -
48 προσαρμοσθήσεται
προσαρμόζωfit to: fut ind pass 3rd sg -
49 προσαρμοσθήσονται
προσαρμόζωfit to: fut ind pass 3rd pl -
50 προσαρμοσάμενος
προσαρμόζωfit to: aor part mid masc nom sg -
51 προσαρμοσάτω
προσαρμόζωfit to: aor imperat act 3rd sg -
52 προσαρμοσώμεθα
προσαρμόζωfit to: aor subj mid 1st pl -
53 προσαρμόζειν
προσαρμόζωfit to: pres inf act (attic epic) -
54 προσαρμόττειν
προσαρμόζωfit to: pres inf act (attic epic) -
55 προσαρμόζεσθαι
προσαρμόζωfit to: pres inf mp -
56 προσαρμόζεται
προσαρμόζωfit to: pres ind mp 3rd sg -
57 προσαρμόζοιτο
προσαρμόζωfit to: pres opt mp 3rd sg -
58 προσαρμόζονται
προσαρμόζωfit to: pres ind mp 3rd pl -
59 προσαρμόζοντας
προσαρμόζωfit to: pres part act masc acc pl -
60 προσαρμόζοντες
προσαρμόζωfit to: pres part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
προσαρμόζω — fit to pres subj act 1st sg προσαρμόζω fit to pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρμόζω — προσαρμόζω, προσάρμοσα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… … Dictionary of Greek
προσαρμόζω — προσάρμοσα, προσαρμόστηκα, προσαρμοσμένος 1. μτβ., στερεώνω, ταιριάζω, συναρμόζω. 2. το μέσ., προσαρμόζομαι συνηθίζω, ευθυγραμμίζομαι, συμμορφώνομαι: Προσαρμόστηκε γρήγορα στις νέες συνθήκες ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσαρμόζῃ — προσαρμόζω fit to pres subj mp 2nd sg προσαρμόζω fit to pres ind mp 2nd sg προσαρμόζω fit to pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρμόσατε — προσαρμόζω fit to aor imperat act 2nd pl προσᾱρμόσατε , προσαρμόζω fit to aor ind act 2nd pl (doric aeolic) προσαρμόζω fit to aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρμόσει — προσαρμόζω fit to aor subj act 3rd sg (epic) προσαρμόζω fit to fut ind mid 2nd sg προσαρμόζω fit to fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρμόσουσι — προσαρμόζω fit to aor subj act 3rd pl (epic) προσαρμόζω fit to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσαρμόζω fit to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρμόσουσιν — προσαρμόζω fit to aor subj act 3rd pl (epic) προσαρμόζω fit to fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσαρμόζω fit to fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρμόσῃ — προσαρμόζω fit to aor subj mid 2nd sg προσαρμόζω fit to aor subj act 3rd sg προσαρμόζω fit to fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρμόττω — προσαρμόζω fit to pres subj act 1st sg (attic) προσαρμόζω fit to pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) προσαρμόσσω , προσαρμόζω fit to aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)