-
1 προσαπολαυω
См. также в других словарях:
προσαπολαύω — Α καρπώνομαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπολαύω «καρπώνομαι, πορίζομαι ωφέλεια ή κέρδος»] … Dictionary of Greek
1 προσαπολαυω
προσαπολαύω — Α καρπώνομαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπολαύω «καρπώνομαι, πορίζομαι ωφέλεια ή κέρδος»] … Dictionary of Greek