-
1 προσαποδεικνυμι
См. также в других словарях:
προσαποδείκνυμι — Α [ἀποδείκνυμι] 1. αποδεικνύω κάτι επιπροσθέτως 2. ορίζω κάτι επί πλέον 3. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω κάποιον ακόμη («σύνναος τῷ Διὶ προσαπεδείχθη καὶ ἡ Διώνη», Στράβ.) … Dictionary of Greek
προσαποδείξει — προσαποδείκνυμι prove aor subj act 3rd sg (epic) προσαποδείκνυμι prove fut ind mid 2nd sg προσαποδείκνυμι prove fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποδείξῃ — προσαποδείκνυμι prove aor subj mid 2nd sg προσαποδείκνυμι prove aor subj act 3rd sg προσαποδείκνυμι prove fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποδεικνύντων — προσαποδείκνυμι prove pres part act masc/neut gen pl προσαποδείκνυμι prove pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποδεικνύουσι — προσαποδείκνυμι prove pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσαποδείκνυμι prove pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπεδείξαμεν — προσαποδείκνυμι prove aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπεδείχθη — προσαποδείκνυμι prove aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπεδέχθη — προσαποδείκνυμι prove aor ind pass 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποδεδεῖχθαι — προσαποδείκνυμι prove perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποδειχθῆναι — προσαποδείκνυμι prove aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποδειχθέντων — προσαποδείκνυμι prove aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)