Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προσαπογράφω

См. также в других словарях:

  • προσαπογράφω — Α 1. αναγράφω το όνομα κάποιου ακόμη ως κατηγορουμένου, ενάγω κάποιον ακόμη 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (ιδίως σχετικά με κατάλογο) καταγράφω επί πλέον («προσυπογράφονται πῶλοι γ», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπογράφω «καταγράφω, καταθέτω… …   Dictionary of Greek

  • προσαπογραφή — ἡ, Α [προσαπογράφω] πρόσθετη απογραφή, συμπληρωματική καταγραφή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»