-
1 προσαπογραφω
сверх того письменно сообщать (суду), т.е. называть в качестве виновников(τὰ ὀνόματα πλειόνων Lys.)
См. также в других словарях:
προσαπογράφω — Α 1. αναγράφω το όνομα κάποιου ακόμη ως κατηγορουμένου, ενάγω κάποιον ακόμη 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (ιδίως σχετικά με κατάλογο) καταγράφω επί πλέον («προσυπογράφονται πῶλοι γ», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπογράφω «καταγράφω, καταθέτω… … Dictionary of Greek
προσαπογραφή — ἡ, Α [προσαπογράφω] πρόσθετη απογραφή, συμπληρωματική καταγραφή … Dictionary of Greek