-
1 προσαπαγορεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαπαγορεύω
-
2 προσαπεῖπον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαπεῖπον
См. также в других словарях:
προσαπαγορεύω — Α απαγορεύω σε κάποιον κάτι ακόμη, τόν εμποδίζω να κάνει κάτι ακόμη («προσαπηγόρευσεν αὐτῷ μήτε τῆς χώρας σφῶν ἐπιβαίνειν», Δίων. Κάσσ.) … Dictionary of Greek