-
1 προσανατιθημι
1) сверх того возлагать(τινί τι NT.)
προσαναθέσθαι τὸ καὴ τοῖς ἄλλοις πολίταις, ὧν δέονται, πορίζειν Xen. — взяться удовлетворить нужды и других граждан2) сверх того доверятьπροσανατίθεσθαί τινι Luc., Diod., NT. — совещаться с кем-л., просить совета у кого-л.
-
2 προσανατίθημι
προσανατίθημι 2 aor. mid. προσανεθέμην (X. et al.; ins; PTebt 99, 5 [II B.C.]) in our lit. only mid.① to add someth. to an existing amount, add or contribute τινί τι someth. to someone (cp. X., Mem. 2, 1, 8) Gal 2:6. Another probability is simply lay before, submit (Vi. Aesopi W 37 P. αὐτῷ προσανάθου τὸ ζήτημα=submit the question to him; c. 83–85).② to take up a matter with, consult with τινί someone (Clearchus, Fgm. 76b ὀνειροκρίτῃ [Chrysipp.: Stoic. II 344]; Diod S 17, 116, 4 τοῖς μάντεσι; Lucian, Jupp. Tr. 1) Gal 1:16.—M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > προσανατίθημι
-
3 προσανατίθημι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσανατίθημι
-
4 προσανατίθημι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσανατίθημι
-
5 προσανατίθημι
1. возлагать сверх того, прибавлять; 2. советоваться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσανατίθημι
-
6 προσανατίθημι
προσανατίθεμαιpres ind act 1st sg -
7 προσανατίθημι
A offer or dedicate besides,δηνάρια πεντακισχίλια CIG 2782.44
([place name] Aphrodisias); ad Them.267b;τὴν παρθενίαν θεῷ Suid.
s.v. Πουλχερία:—[voice] Med., take an additional burden on oneself, X.Mem.2.1.8; but π. τινί τι contribute of oneself to another, Ep.Gal.2.6.II προσανατίθεσθαί τινι take counsel with one, Chrysipp.Stoic.2.344, Phld.Vit.p.31 J., Ep.Gal.1.16, Luc.JTr.1;τοῖς μάντεσι περί τινος D.S.17.116
; refer a matter for consideration, PTeb.99.5 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσανατίθημι
-
8 4323
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4323
См. также в других словарях:
προσανατίθημι — Α 1. προσφέρω ή αφιερώνω κάτι επιπροσθέτως 2. αποδίδω σε κάποιον κάτι 3. μέσ. προσανατίθεμαι α) αναλαμβάνω πρόσθετο βάρος, επιφορτίζομαι επί πλέον β) συμπράττω με κάποιον σε κάτι, βοηθώ κάποιον γ) (με δοτ.) συσκέπτομαι με κάποιον ή συμβουλεύομαι… … Dictionary of Greek
προσανατίθημι — προσανατίθεμαι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)