-
1 προσανατελλω
-
2 προσανατέλλω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσανατέλλω
-
3 προσανατέλλει
προσανατέλλωrise up to: pres ind mp 2nd sgπροσανατέλλωrise up to: pres ind act 3rd sg -
4 προσανατέλλοντα
προσανατέλλωrise up to: pres part act neut nom /voc /acc plπροσανατέλλωrise up to: pres part act masc acc sg -
5 προσανατέλλουσι
προσανατέλλωrise up to: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)προσανατέλλωrise up to: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
6 προσανατέλλουσα
προσανατέλλωrise up to: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
7 προσαντελλω
Eur. = προσανατέλλω См. προσανατελλω
См. также в других словарях:
προσανατέλλω — ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α [ἀνατέλλω] μσν. δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.) αρχ. ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
προσανατέλλει — προσανατέλλω rise up to pres ind mp 2nd sg προσανατέλλω rise up to pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανατέλλοντα — προσανατέλλω rise up to pres part act neut nom/voc/acc pl προσανατέλλω rise up to pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανατέλλουσι — προσανατέλλω rise up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσανατέλλω rise up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανατέλλουσα — προσανατέλλω rise up to pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαντέλλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. προσανατέλλω … Dictionary of Greek