Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσανατέλλω

См. также в других словарях:

  • προσανατέλλω — ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α [ἀνατέλλω] μσν. δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.) αρχ. ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • προσανατέλλει — προσανατέλλω rise up to pres ind mp 2nd sg προσανατέλλω rise up to pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανατέλλοντα — προσανατέλλω rise up to pres part act neut nom/voc/acc pl προσανατέλλω rise up to pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανατέλλουσι — προσανατέλλω rise up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσανατέλλω rise up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσανατέλλουσα — προσανατέλλω rise up to pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαντέλλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. προσανατέλλω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»