-
1 προσαναστελλω
См. также в других словарях:
προσαναστέλλω — Α 1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.) 2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»] … Dictionary of Greek
προσαναστελλέσθω — προσαναστέλλω hold in aor imperat mid 3rd sg προσαναστέλλω hold in pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναστέλλουσα — προσαναστέλλω hold in pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανέστειλεν — προσαναστέλλω hold in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναστείλας — προσαναστείλᾱς , προσαναστέλλω hold in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)