-
1 προσαικίζομαι
A torment besides, J.BJ4.4.3 (v.l. προ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαικίζομαι
-
2 προσαικίζεται
προσαικίζομαιtorment besides: pres ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
προσαικίζομαι — Α (αποθ.) βασανίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰκίζω / ομαι «κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ»] … Dictionary of Greek
προσαικίζεται — προσαικίζομαι torment besides pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)