-
1 προσένεγξις
προσένεγξιςincome: fem nom sg -
2 προσένεγξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσένεγξις
См. также в других словарях:
προσένεγξις — income fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσένεγξις — έγξεως, ἡ, Μ πρόσοδος, εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγ κ τού αορ. προσενεγκεῖν τού προσφέρω] … Dictionary of Greek