-
1 προς-ψιθυρίζω
προς-ψιθυρίζω, zuflüstern, zuzischeln, Meleag. 90 (V, 152).
-
2 προς-ψιθυρίζω [2]
προς-ψιθυρίζω, zuflüstern, zuzischeln, Meleag. 90 (V, 152).
-
3 ψιθυριζω
дор. ψῐθῠρίσδω шептать(πρός τινα Plat.; ἀλλήλοις Theocr.)
μετά τινος ἐν γωνίᾳ ψ. Plat. — шептаться с кем-л. в углу;τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plut. — произносимое шепотом имя;ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Arph. — когда платан шепчется с вязом -
4 ψιθυρίζω
ψιθυρίζω, dor. ψιϑυρίσδω, Theocr. 2, 141, zischeln, flüstern, heimlich in's Ohr sagen, einflüstern, zuraunen; Plat. πρός τινα, Euthyd. 276 d Gorg. 485 d; Pol. 15, 27, 10; Plut. Alc. 23; bes. Lügen, Verleumdungen einflüstern, Sp. – Aber auch von Schwalben, zwitschern, Poll. 5, 90; von Bäumen, säuseln, ὅταν πλάτανος πτελέᾳ ψιϑυρίζῃ Ar. Nubb. 995.
-
5 ψιθυρίζω
2 whisper what one dares not speak out, whisper slanders,κατά τινος Alciphr.3.58
, LXXPs.40(41).7;ψ. και' διαβάλλειν Them.Or.21.262c
:—[voice] Pass.,τὸ ψιθυριζόμενον ὄνομα Plu.Alc.23
.3 metaph. of trees, whisper (i. e. rustle),ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nu. 1008
(anap.); also of swallows, twitter, Poll.5.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιθυρίζω
-
6 κατα-ψιθυρίζω
κατα-ψιθυρίζω, Einem Etwas vorflüstern, τὸν κα-ταψιϑυρίζοντα τοῦ ἀδελφοῠ πρὸς αὐτόν, den Bruder bei ihm verleumden, Plut. de frat. am. 11.
-
7 δια-ψιθυρίζω
δια-ψιθυρίζω, durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.
-
8 προςψιθυρίζω
προς-ψιθυρίζω, zuflüstern, zuzischeln -
9 διαψιθυριζω
-
10 καταψιθυριζω
шепотом наговариватьκ. τινὸς πρός τινα Plut. — (клеветнически) нашептывать кому-л. про кого-л.
-
11 καταψιθυρίζω
κατα-ψιθυρίζω, einem etwas vorflüstern, τὸν κα-ταψιϑυρίζοντα τοῦ ἀδελφοῠ πρὸς αὐτόν, den Bruder bei ihm verleumden -
12 σαύσαξ
Grammatical information: acc. pl.Meaning: a leguminou plant (Com. Adesp.); σαύσακας τυροὺς ἁπαλοὺς εὑτρόφους. καὶ δοκοῦσι δε οὗτοι ἐπιφόρους ποιεῖν πρὸς συνουσίαν H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: By Solmsen Wortforsch. 133 doubting connected with σαυκρόν, σαυχμόν etc. (s. on σαύρα). Pisani Ist. Lomb. 73: 2,25 n. 1 reminds, also hesitating, of σαυσαρόν ψιθυρόν H., which he translates with `secco' and connects with σαυκόν (s. v.). But σαυσαρόν means rather `whispering, rustling' and is clearly onomatopoeic; from it σαυσαρισ-μός m. (Arist.: *σαυσαρίζω like ψιθυρίζω) as des. of a language disorder. -- Furnée 301 n. 32 connects, doubtlessly correctly, σώσικες οἱ ἑφθοί κύαμοι H., which shows that the word is Pre-GreekPage in Frisk: 2,684Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαύσαξ
См. также в других словарях:
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
προσψιθυρίζω — Α ψιθυρίζω προς κάποιον … Dictionary of Greek
υπολαλώ — έω, ΜΑ [λαλῶ] μσν. λέω κάτι έμμεσα, πλαγίως («βούλεται δὲ μᾱλλον ὑπολαλεῑν τῷ τολμῶντι τὸ χρῆναι αὑτὸν πρὸς ἑαυτῷ ἔχειν τὸν νοῡν», Ευστ.) αρχ. 1. μιλώ χαμηλόφωνα 2. λέω κάτι κρυφά, ψιθυρίζω … Dictionary of Greek