-
1 προς-τινάσσω
προς-τινάσσω, dazu schwingen; als tmesis wird hierher gerechnet ποτὶ πτερὰ πυκνὰ τινάξας, Ep. ad. 6 (XII, 67).
-
2 προςτινάσσω
См. также в других словарях:
προστινάσσω — και δωρ. τ. ποτιτινάσσω Α [τινάσσω] 1. τινάζω κάτι προς το μέρος κάποιου 2. τινάζω κάτι ακόμη μια φορά … Dictionary of Greek
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
τινάκτρια — ἡ, Μ 1. τινάκτειρα* 2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῑ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τρια (πρβλ. διώκ τρια)] … Dictionary of Greek