-
1 προς-συλ-λαμβάνομαι
προς-συλ-λαμβάνομαι (s. λαμβάνω), mit daran Theil nehmen; τῆς ὁρμῆς, Thuc. 3, 36 (v. l. προςσυνεβάλετο); τοῠ λόγου, ὅτι. D. Cass. 43, 47.
-
2 προςσυλλαμβάνομαι
1 προς-συλ-λαμβάνομαι
προς-συλ-λαμβάνομαι (s. λαμβάνω), mit daran Theil nehmen; τῆς ὁρμῆς, Thuc. 3, 36 (v. l. προςσυνεβάλετο); τοῠ λόγου, ὅτι. D. Cass. 43, 47.
2 προςσυλλαμβάνομαι