-
1 προς-στερνίζομαι
προς-στερνίζομαι, an seine Brust drücken, umarmen; Long. 3, 23; Schol. Theocr. 3, 48.
-
2 προςστερνίζομαι
προς-στερνίζομαι, an seine Brust drücken, umarmen
1 προς-στερνίζομαι
προς-στερνίζομαι, an seine Brust drücken, umarmen; Long. 3, 23; Schol. Theocr. 3, 48.
2 προςστερνίζομαι