Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προς-σεύω

  • 1 προσεσσύμενον

    πρός, εἰσ-σεύω
    put in quick motion: aor part mid masc acc sg (epic)
    πρός, εἰσ-σεύω
    put in quick motion: aor part mid neut nom /voc /acc sg (epic)
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mid masc acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mid neut nom /voc /acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: pres part mid masc acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: pres part mid neut nom /voc /acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mp masc acc sg
    πρόσ-σεύω
    put in quick motion: perf part mp neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > προσεσσύμενον

См. также в других словарях:

  • προσεσσύμενον — πρός , εἰσ σεύω put in quick motion aor part mid masc acc sg (epic) πρός , εἰσ σεύω put in quick motion aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic) πρόσ σεύω put in quick motion perf part mid masc acc sg πρόσ σεύω put in quick motion perf part mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σούς — ὁ, Α 1. (ως όρος τού Δημοκρίτου) η προς τα επάνω κίνηση 2. (στους Λάκωνες) η ταχεία ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *σόF oς τής ρίζας *seF τού ρ. σεύω* / ομαι «ρίχνω, ορμώ, σπεύδω» (βλ. και λ. σεύω)] …   Dictionary of Greek

  • αποσεύω — ἀποσεύω (Α) [σεύω] 1. αποδιώκω, εκδιώκω 2. ( ομαι) φεύγω τρέχοντας, ορμώ προς τα έξω 3. φρ. «ἀποσυθὲν αἷμα» αιμορραγία …   Dictionary of Greek

  • επισεύω — ἐπισεύω (Α) [σεύω] 1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.) 2. στέλνω, κατευθύνω 3. μέσ. ἐπισεύομαι τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην… …   Dictionary of Greek

  • προσσεύω — Α τρέχω γρήγορα, σπεύδω προς κάποιον ή κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σεύω «τρέχω, ορμώ, πηδώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»