-
1 ρεω
Iэп. тж. Hes., Anth. ῥείω, редко Plut., Luc. ῥέομαι (fut. ῥεύσομαι - дор. ῥευσοῦμαι, поздн. ῥεύσω, атт. ῥυήσομαι, aor. 1 ἔρρευσα, aor. 2 ἐρρύην, pf. ἐρρύηκα; формы на εη, εο и εω - без стяжения)1) течь, литься, струиться(ῥέε δάκρυα Hom.)
ῥ. ὕδατι λιαρῷ Hom. — источать горячую воду;φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι Eur. — ущелья, по которым течет вода, т.е. горные потоки;ῥ. ἀπὸ τηκομένης χιόνος Her. — (о реке) образоваться от тающих снегов;ἱδρῶτι ῥεούμενοι (= ῥεόμενοι) Her. — обливающиеся потом;μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Hom. — слаще меда лилась речь (Нестора);ῥ. ἐπαίνῳ Arph. — быть осыпаемым похвалами;χρυσῷ ῥ. Eur. — купаться в золоте;ὡς ἰόντων ἁπάντων καὴ ἀεὴ ῥεόντων Plat. — так как все движется и вечно течет;οἱ ῥέοντες Plat. «текучие», т.е. последователи Гераклита2) растекаться, разливаться(ὅ ποταμὸς ἐρρύη μέγας Thuc.)
ἥ φλὸξ ῥυεῖσα Plut. — распространившееся пламя3) расплываться, исчезать(ῥ. καὴ ἀπόλλυσθαι Plat.)
4) наплывать, устремляться(ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος Aesch.)
ῥέων στρατὸς ἔστειχε Eur. — армия неудержимо прорывалась вперед5) нападать, (гневно) набрасываться(κατά τινος Dem. и πρός τινα Plut.)
6) с жаром набрасываться, ревностно приниматься(ῥ. πρὸς τὰ μαθήματα Plat.; ῥ. ἐπὴ ποιητικήν Plut.)
7) опадать(ῥεῖ ὅ καρπός Polyb.)
8) падать, выпадать9) ( о корабле) пропускать воду, течь Arst.10) страдать истечениямиαἱ κοιλίαι αἱ ῥέουσαι Diod. — понос
11) лить, струить(γάλα Theocr.; οἶνον Luc.)
II(только pf. εἴρηκα; pass.: fut. ῥηθήσομαι, fut. 3 εἰρήσομαι, aor. ἐρρήθεν и ἐρρέθην - ион. εἰρέθην, pf. εἴρημαι, ppf. εἰρήμην) говорить -
2 ξυρρεω
(fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)1) стекаться, вместе вливаться(εἰς τὸ χάσμα Plat.)
2) перен. стекаться, сбегаться, наплывать(ἐς τέν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.)
3) скопляться4) плыть вместе(κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.)
-
3 συρρεω
(fut. συρρεύσομαι, pf. συνερρύηκα; aor. pass. συνερρύην)1) стекаться, вместе вливаться(εἰς τὸ χάσμα Plat.)
2) перен. стекаться, сбегаться, наплывать(ἐς τέν ἀγορήν Her.; πρός τινα Plut.)
3) скопляться4) плыть вместе(κατὰ ῥοῦν τῷ ὕδατι Luc.)
См. также в других словарях:
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
αναρρέω — (Α ἀναρρέω) [ρέω] ρέω προς τα πίσω ή προς τα επάνω, προς τις πηγές … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
υπερεκβλύζω — Α ξεχειλίζω, ρέω άφθονα προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκβλύζω «χύνομαι, ρέω προς τα έξω»] … Dictionary of Greek
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek
Ρειτοί — Η σημερινή λίμνη του Κουμουνδούρου, μετά το Δαφνί, προς την Ελευσίνα. Από τη λιμνοθάλασσα αυτή άρχιζε το Ράριον πεδίον. Διακρίνονταν δύο λίμνες με το ίδιο όνομα: εκείνη που βρισκόταν προς την Ελευσίνα ήταν αφιερωμένη στη Δήμητρα, και εκείνη που… … Dictionary of Greek
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
μεταρρέω — (Α) 1. ρέω προς άλλη διεύθυνση, χύνομαι προς άλλο μέρος ή προς τα πίσω, παλιρροώ («μένει τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῑ ὤσπερ Εὔριπος», Αριστοτ.) 2. μεταβαίνω από ένα μέρος σε άλλο, όπως από τα δεξιά στα αριστερά («τὰ ἐν τοῑς κατόπτροις τῆς ὄψεως… … Dictionary of Greek