-
1 πτησσω
дор. πτάσσω (fut. πτήξω, aor. ἔπτηξα - дор. ἔπταξα, эп. πτῆξα; эп. part. pf. πεπτηώς)1) пугать, устрашать, приводить в трепет(θυμὸν Ἀχαιῶν Hom. - ср. 3)
2) со страху прятаться, укрываться, убегать(ἐν μυχοῖς πέτρας Eur.; εἰς ἕνα χῶρον Arph.)
πόλις πρὸς πόλιν ἔπτηξε Eur. — один город ищет убежища у другого;π. βωμόν и ὑπὸ βωμόν Eur. — искать убежища у алтаря3) пугаться, боятьсяπ. θυμόν (acc. relat.) Soph. — устрашиться (ср. 1);
πτῆξαι ἀπειλάς Aesch. — испугаться угроз4) садиться в засаду, залегать в засаде(εἰς ἐρημίαν ὁδοῦ Eur.)
ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες Hom. — залегши(е) в засаду -
2 καταπτησσω
(fut. καταπτήξω, pf. κατέπτηχα), эп. καταπτώσσω1) припадать к земле, нагибаться (только praes.)(ποτὴ γαίῃ Hom. - in tmesi)
2) приседать от страха, пугаться, робетьκαταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Hom. — притаившийся от страха под кустом;
ταπεινοὴ καταπτήξετε πρὸς τὸ μέλλον ἀεὴ καραδοκοῦντες Plut. — всякий раз думая о будущем, проникайтесь смирением и страхом ( слова Эмилия Павла римской молодежи);καταπτῆξαι τὸ μέγεθός τινος Plut. — быть пораженным громадностью (чего-л.)
См. также в других словарях:
πτήσσω — και αιολ. τ. πτάζω Α 1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.) 3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν»,… … Dictionary of Greek
ποτιπτήσσω — Α (επικ. τ.) 1. ζαρώνω, μαζεύομαι κοντά σε κάποιον 2. προσκλίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πτήσσω] … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek