Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προς-πορισμός

См. также в других словарях:

  • πορισμός — ο, ΝΑ [πορίζω] 1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.) 2. εξοικονόμηση χρημάτων 3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων αρχ. 1. ο τρόπος απόκτησης… …   Dictionary of Greek

  • κυβέρνια — τα [κυβερνώ] 1. η διαχείριση τών υποθέσεων τού σπιτιού 2. ο πορισμός τών προς το ζην 3. οι προμήθειες τροφίμων που υπάρχουν στο σπίτι, ιδίως σε αγροτικές οικογένειες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»