-
1 προς-πληρόω
προς-πληρόω, zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι ναῦς, Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προςεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προςπληρώσασϑαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.
-
2 προς-ανα-πληρόω
προς-ανα-πληρόω, dazu ausfüllen, Plat. Men. 84 d, im aor. med., u. Sp.
-
3 προςπληρόω
προς-πληρόω, zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten; die Zahl voll machen -
4 προςαναπληρόω
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий