-
1 προς-περι-λαμβάνω
προς-περι-λαμβάνω (s. λαμβάνω), noch dazu, zugleich, mit umfassen; νόμους, Dem. 24, 83; χρόνον ἀόριστον τὸν παρεληλυϑότα, 44, vgl. 209; τῷ νῷ, Pol. 5, 32, 3; τινὰ ἐν ταῖς συνϑήκαις, 3, 24, 1; Plut.
-
2 παρα-λαμβάνω
παρα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), hinnehmen; ἔπος, eine Antwort empfangen, Her. 1, 126; auch mit Gewalt einnehmen, erobern, 7, 211; von Personen Einen zum Gehülfen oder Bundesgenossen annehmen, sich mit ihm verbinden, 7, 106. 150. 168. 9, 1; auch παραλαβεῖν ἐπὶ ξείνια, zur Gastfreundschaft annehmen, 1, 154; αὐτὴν παραλαβὼν ἐπαλλακεύετο, 4, 155; Piat. τόνδε παραληψόμεϑα Σωκράτῃ, ᾦ συνδιαπονεῖν μετ' ἐμοῦ τὰ πολλὰ οὐκ ἄηϑες, Soph. 218 b; auch μάρτυρας παραλαβών, Dem. 47, 67, Zeugen zuziehen; auch παραληφϑῆναι εἰς συμπόσιον, zum Gastmahl zugezogen worden sein, Ael. V. H. 1, 18, wie πρὸς τὰς ἑστιάσεις ἅπαντας παρελάμβανε D. Sic. 2, 24; παρελήφϑην πρὸς αὐτόν, Parmenisc. bei Ath. IV, 156 e. Bei den Attikern bes. ein Inventarium übernehmen, Inscr.; vgl. Att. Seew. 3; ähnl. Eur. ὅστις σε γήμας ξένος ἐπειςελϑὼν πόλιν καὶ δῶμα καὶ σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν, Ion 814; πότερον ὧν κέκτησαι τὰ πλείω παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω, Plat. Rep. I, 330 a; – von den Vorfahren überkommen, du Reh Ueberlieferung erhalten, παρὰ τῶν Πελασγῶν Σαμοϑρήϊκες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι, Her. 2, 51. 5, 95. 2, 148; οὓς νόμους παρὰ τῶν προγόνων παρέλαβον, Isocr. 8, 102; – durch Hörensagen wissen, παραλαμβάνοντες περὶ αὐτοῠ τὴν ἐν ταῖς πολεμικοῖς ἐμπειρίαν, Pol. 12, 22, 5, öfter; ähnlich Thuc. τὰ περὶ Ἀλκμαίωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν, 2, 102. – Auch lernen, ταύτην τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος παρείληφεν, Plat. Lach. 197 d, wie Euthyd. 304 c; Plut. Alex. 7 u. a. Sp. – Dah. auf sich nehmen, übernehmen, τὰ παραλαμβανόμενα, das übernommene Geschäft, Her. 1, 38; ἔμελλε τὴν βασιληΐην παραλάμψεσϑαι, 2, 120; ἀρχήν, Plat. Legg. III, 698 e; ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα δυνώμεϑα, Ar. Eccl. 106, wie τῆς πόλεως τὰς ἡνίας 466; Sp., wie Plut. Alc. 26, ἐπεὶ παρέλαβον τὰ πράγματα οἱ πεντακιςχίλιοι, die Regierung übernehmen; auch sonst, = übernehmen, Ar. Equ. 344; vgl. Aesch. 1, 63; τοὺς παῖδας, die Kinder zum Erziehen übernehmen, Plat. Rep. VII, 541 a; – τὸ βιβλίον, in die Hand nehmen, Plat. Phaedr. 228 b; – auffangen, Her. 4, 203; παραλαβὼν τὸν λόγον, die Rede aufnehmen, Pol. 33, 16, 9; παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, in Kurzem zusammenfassen, 6, 58, 1; gefangen nehmen, 3, 69, 2.
-
3 ὑπο-λαμβάνω
ὑπο-λαμβάνω (s. λαμβάνω), darunter od. darein aufnehmen, auffangen, z. B. vom Delphin, der den Arion auf seinen Rücken aufnimmt, δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν ἐξενεῖκαι ἐπὶ Ταίναρον Her. 1, 24; vgl. Plat. Rep. V, 453 d Conv. 212 d; dah. gastfreundlich aufnehmen, in Schutz nehmen, Xen. An. 1, 1,7; δυςχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, d. i. sie kamen in eine schwierige Gegend, Xen. Hell. 3, 5,20; oft λόγον, eine Rede gut aufnehmen, einen Vorschlag annehmen, Her. 1, 212. 3, 146; τὸν αὐτὸν λόγον οὐχ ὁμοίως ὑπολ. μὴ μετὰ τῆς αὐτῆς διανοίας λεγόμενον Isocr. 4, 130. Auch die Rede eines Andern so aufnehmen, daß man darauf erwidert, Her. 1, 11; τὶ πρός τι, Thuc. 5, 85; ὁ δὲ ὑπολαβὼν εἶπε Her. 7, 101; Thuc. 3, 113 und öfter, wie Xen. Cyr. 2, 2,2 u. öfter; Plat. u. Folgde; auch ohne λόγον, entgegnen, widersprechen, Dem. 22, 4 u. öfter; μεταξὺ ὑπολαμβάνειν, Einem mitten in die Rede fallen, ihn unterbrechen, vgl. ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε Xen. Cyr. 5, 5,35; Pol. u. Sp. – Uebh. gut oder übel aufnehmen, auslegen, verstehen, ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ' ἂν λόγον Eur. I. A. 523; ἴσως γάρ τοι σοῦ ὀρϑῶς λέγοντος ἐγὼ οὐκ ὀρϑῶς ὑπολαμβάνω Plat. Gorg. 458 e; ὑπολαμβάνεις γὰρ δή πού τι ὃ λέγω Euthyd. 295 b; ἴσως οἱ Κεῖοι καὶ τὸ χαλεπὸν ἢ κακὸν ὑπολαμβάνουσιν ἢ ἄλλο τι, verstehen darunter, Prot. 341 b; ὁ Λυσίας ἠνάγκασεν ἡμᾶς ὑπολαβεῖν τὸν Ἔρωτα ἕν τι τῶν ὄντων Phaedr. 263 d; annehmen, meinen, glauben, τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω Apol. 40 b, u. öfter; ὅπερ ὑπολάβοιεν ἂν οἱ πολλοί Phil. 51 e; Xen. Cyr. 6, 1,26; οὕτω περὶ αὐτῶν ὑπειλήφαμεν Isocr. 3, 26; ἐβουλόμην, ὥςπερ ὠφέλιμόν ἐστι, οὕτω καὶ φιλάνϑρωπον αὐτὸ παρὰ τοῖς πολλοῖς ὑπειλῆφϑαι Lycurg. 3, wie ἀρετὴν ἐλάττω τῆς ὑπειλημμένης παρὰ τοῖς ἀκούουσιν Dem. 14, 1; καίπερ ὑπειληφὼς τάδε 19, 3. – Wie δέχεσϑαι, den Angriff aufnehmen, aushalten, Thuc. 8, 105; auch unvermerkt, heimlich, listig nehmen, 1, 68. 121. 143. – Von Begebenheiten, der Zeit nach gleich darauf folgen, ἡ ναυμαχίη ὑπολαβοῠσα, die darauf folgende Seeschlacht, Her. 6, 27; τοὺς δὲ λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικε, die darauf folgende Pest, ibd., wo man den accus. aber auch darauf beziehen kann, wie κατελϑόντα αὐτὸν ὑπέλαβε μανίη νοῦσος, 6, 75, es ergriff oder befiel ihn darauf; vgl. καί μιν ὑπολαβεῖν ἄνεμον βορῆν καὶ ἀποφέρειν πρὸς τὴν Λιβύην, 1, 179. 7, 170. 8, 118. – Bei Xen. equit. 7, 15 Kunstausdruck des Reitens, ὑπολαμβάνειν ἵππον, das Pferd vorhalten, halbe Parade geben.
-
4 προςπεριλαμβάνω
προς-περι-λαμβάνω, noch dazu, zugleich, mit umfassen
См. также в других словарях:
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek