-
1 προς-οσφραίνω
προς-οσφραίνω (s. ὀσφραίνω), hinhalten u. zu riechen geben, wie προςόζω, Geopon.; med. noch dazu wittern, ausspüren.
-
2 προςοσφραίνω
προς-οσφραίνω, hinhalten u. zu riechen geben; noch dazu wittern, ausspüren
См. также в других словарях:
οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… … Dictionary of Greek