-
1 προς-ονειδίζω
προς-ονειδίζω, noch dazu schelten, vorwerfen, im pass., Schol. Ar. Vesp. 664.
-
2 προςονειδίζω
προς-ονειδίζω, noch dazu schelten, vorwerfen
См. также в других словарях:
κατατρέχω — (AM κατατρέχω) νεοελλ. μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον νεοελλ. μσν. 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον 2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, η, ον… … Dictionary of Greek