-
1 προς-μῡθεύω
προς-μῡθεύω, hinzudichten, τούτοις, Strab. 1, 2, 40; pass. προςμεμυϑεῠσϑαι, Pol. 34, 2, 9.
-
2 προςμῡθεύω
См. также в других словарях:
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek