-
1 προς-λῡμαίνομαι
προς-λῡμαίνομαι, noch dazu beschädigen, verwüsten (?).
-
2 προςλῡμαίνομαι
προς-λῡμαίνομαι, noch dazu beschädigen, verwüsten
См. также в других словарях:
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek