-
1 προς-κνάω
προς-κνάω, att. statt προςκναίω; Κριτίας ἐπιϑυμῶν προςκνῆσϑαι Εὐϑυδήμῳ, ὥςπερ τὰ ὑΐδια τοῖς λίϑοις, Xen. Mem. 1, 2, 30; vgl. Plut. quaest. nat. 21.
См. также в других словарях:
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek