-
1 προς-κιγκλίζω
προς-κιγκλίζω, dazu, dabei oft u. schnell hin- u. herbewegen, bes. den Schwanz od. Steiß, im med., Theocr. 5, 117, εὖ ποτεκιγκλίσδευ, du wackeltest tüchtig dazu mit deinem Steiß.
-
2 προςκιγκλίζω
προς-κιγκλίζω, dazu, dabei oft u. schnell hin- u. herbewegen, bes. den Schwanz od. Steiß; εὖ ποτεκιγκλίσδευ, du wackeltest tüchtig dazu mit deinem Steiß
См. также в других словарях:
ποτικιγκλίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσκιγκλίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κιγκλίζω «κουνώ την ουρά»] … Dictionary of Greek
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek