Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προς-κατα-πλήσσω

См. также в других словарях:

  • ύσπληγξ — ηγγος, ἡ και σπάν. ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὕσπλαγξ, αγγος και ακος, και ὕσπληξ, ηγος, Α χοιροστάσιο αρχ. 1. οριζόντια τεντωμένο σχοινί στην αρχή τού σταδίου, το οποίο έπεφτε κατά την εκκίνηση τών αθλητών 2. όριο 3. σχοινί άγκυρας 4. συνεκδ. άγκυρα 5.… …   Dictionary of Greek

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»